ὡραιζομένη

ὡραιζομένη
ὡραίζω
beautify
pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
ὡραϊζομένη , ὡραίζω
beautify
pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ωραΐζω — ὡραΐζω, ΝΜΑ, και συνηρ. τ. ᾡράζω Α [ὡραῑος] κάνω κάτι ωραίο, καλλωπίζω, εξωραΐζω μσν. αρχ. 1. τιμώ 2. παθ. ὡραΐζομαι α) (κυριολ. και μτφ.) στολίζομαι με τέχνη (α. «γυνὴ ὡραϊσμένη ἐπικτήτοις σοφίσμασι», Λουκιαν. β. «ἐγκρατείᾳ ὡραϊζόμενος», Μηναί.) …   Dictionary of Greek

  • ὡρᾳζομένη — ὡραίζω beautify pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) ὡραϊζομένη , ὡραίζω beautify pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”